«Τον άρχοντα τριών δει μέμνησθαι: Πρώτον ότι ανθρώπων άρχει. Δεύτερον ότι κατά νόμους άρχει. Τρίτον ότι ουκ αεί άρχει»

powered by Agones.gr - livescore

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Ο Γιώργης

(Ένα διήγημα του Γ. Ι. Ζωγραφάκη, από τη συλλογή του «Στις όχτες του Ολύνθιου». Ο πραγματικός Γιώργης το είχε διαβάσει και του άρεσε. Δεν πρόλαβε να το δει δημοσιευμένο. Αφιερώνεται στη μνήμη του)

Ράφτης ήταν ο Γιώργης όλα του τα χρόνια. Το ραφείο του ήταν στο κέντρο της πιάτσας στο μεγάλο χωριό και ήταν πάντα ένα μικρό κέντρο διερχομένων. Σχεδόν ποτέ δεν έλειπαν οι χασομέρηδες που βρίσκονταν στο μαγαζί, είτε πρωινές ώρες ήταν είτε απόγευμα. Η τηλεόραση πάντα ανοιχτή, οι καρέκλες μπόλικες, ένιωθε κανείς σα να ήταν σε τόπο συνάντησης, όπου οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν. Ο Γιώργης περισσότερο άκουγε παρά μιλούσε, ήταν πάντα...
σκυμμένος στη βελόνα ή σιδέρωνε με το βαρύ σίδερο το έτοιμο ρούχο.
Κοντά να βγει στη σύνταξη, ο Γιώργης αποφάσισε να γίνει και αγρότης. Είχε κάμποσα κτήματα, το πιο μεγάλο, κάπου σαράντα στρέμματα, το φύτεψε ελιές και είχε την καλή τύχη να βρει μπόλικο νερό σε μια γεώτρηση που χτύπησε. Η ελιά ήταν η πιο δυναμική καλλιέργεια του τόπου, η ελιά η ποτιστική, που γινόταν πράσινη και γρήγορα έγινε ονομαστή σε αγορές, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και στο εξωτερικό. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να φυτευτούν όλα σχεδόν τα παλιά σταροχώραφα και να πρασινίσουν τα ισιώματα και οι πλαγιές της μεγάλης κτηματικής περιφέρειας του τόπου.

Ένα απόγευμα λοιπόν, άνοιξη καιρού ήταν, ο Γιώργης ήταν στο μεγάλο κτήμα του, όπως κάθε τόσο τα δυο τελευταία χρόνια. Τα δέντρα που είχε φυτέψει πριν τρία χρόνια είχαν μεγαλώσει αρκετά και μάλιστα φέτος είχαν φορτωθεί τον πρώτο ανθό και φαινόταν πως θα έδιναν την πρώτη, μικρή βέβαια, παραγωγή. Ο Γιώργης ήταν χαρούμενος και με μια πλατιά τσάπα καθάριζε τα λαίμαργα χορτάρια που φύτρωναν γύρω από τις ρίζες των δέντρων. «Καλό το πότισμα, θεριεύει τα δέντρα, αλλά μαζί θεριεύει και τα χόρτα», μουρμούριζε μόνος του, καθώς έβλεπε τα «βοτάνια», όπως τα έλεγε, να θεριεύουν, τώρα το Μάη ειδικά, και να μην προλαβαίνει να τα χαλάει. Κουραστική η δουλειά αυτή, ζοριζόταν ο όψιμος αγρότης, αλλά η χαρά της ανάπτυξης του ελαιώνα του έδινε κουράγιο. Εκεί, προχωρημένο το απόγευμα, καθόταν να πάρει μια ανάσα και έπινε, μαζί με το τσιγάρο –α, όλα κι όλα, το κάπνισμα δεν έλεγε να το κόψει με τίποτα, «άσε τους γιατρούς να λένε, μήπως αυτοί άραγε δεν καπνίζουν;»- έπινε κι έναν καφέ, πάντα ελληνικό και πάντα βαρύ και μπόλικο, αυτούς τους έτοιμους τους φραπέδες δεν τους μπορούσε με τίποτα. Είχε κάποια σύνεργα στο πρόχειρο καλύβι που είχε στήσει όπως όπως, αποφασισμένος όμως σύντομα να χτίσει ένα αληθινό αγροτόσπιτο, «μωρέ κανονικό εξοχικό με τα όλα του θα χτίσω, μήπως άσχημα είναι εδώ, να κάτω η θάλασσα, ούτε δέκα λεφτά με το αυτοκίνητο δεν είναι», άσε που δε σκοτωνόταν και για το μπάνιο, προτιμούσε τις πλαγιές και το βουνό, ήταν και κυνηγός και μάλιστα φανατικός.
Αυτό, λοιπόν, το απόγευμα, όπως καθόταν λίγο πιο πέρα από το καλύβι σε μια ριζιμιά πέτρα, που επίτηδες την άφησε και δεν την έβγαλε, -ήταν μια όμορφη «ασπροβόλα» και καθόταν εκεί πολύ συχνά-, έτσι και σήμερα το απόγευμα εκεί έπινε τον καφέ και το τσιγάρο του, πήρε, λοιπόν, κάποια στιγμή το μάτι του, λοξά και πίσω του, μια κίνηση, κάτι σα σκιά, να κινείται στη γωνία στο καλύβι. Αντιλήφτηκε την κίνηση ύποπτη και απειλητική, το ένστικτο λειτούργησε μονομιάς, και ήρθαν στο νου του διηγήσεις για σκόρπιους λαθρομετανάστες που κυκλοφορούσαν πεινασμένοι και γι’ αυτό επικίνδυνοι. Έστριψε μόνο ελάχιστα το κεφάλι, όσο χρειαζόταν το βλέμμα για να συλλάβει καθαρά τη σκιά, και να βεβαιωθεί πως, πραγματικά, ένα άγνωστο άτομο, με βλέμμα θολό και μ’ ένα μαχαίρι στο χέρι, πλησίαζε ακροπατώντας προς το μέρος του.
Μπορεί να ’ταν ράφτης, όμως ήταν τραχύς και είχε ζήσει πολλές ιστορίες, άλλες από τον πατέρα του, άνθρωπο του βουνού, του παράνομου ντουφεκιού και με πολλές περιπέτειες, άλλες από άλλες διηγήσεις, γι’ αυτό μπορούσε να εκτιμήσει τον κίνδυνο και τη σοβαρότητα μιας κατάστασης. Έτσι, χωρίς να πανικοβληθεί, άσε που, για παν ενδεχόμενο, είχε το δίκανο απλωμένο πλάι του, την κρίσιμη στιγμή πετά το φλιτζάνι, αρπάζει το δίκανο και πετιέται όρθιος, στρεφόμενος απότομα προς τον απειλητικό επισκέπτη.
Ο «επισκέπτης» τα ’χασε. Είχε την εντύπωση πως θα αιφνιδίαζε εντελώς το Γιώργη. Όμως, ξαφνικά, βρέθηκε αυτός κάτω από την απειλή του όπλου. Κοκάλωσε, τα μάτια του γέμισαν τρόμο, άνοιξε τα δάχτυλα και άφησε το μαχαίρι να πέσει κάτω –τι μαχαίρι, ένας μεγάλος σουγιάς ήταν- ενώ τραύλιζε κάποια ακατανόητα λόγια. Ο Γιώργης, βλέποντας πως είχε πλέον εξουδετερώσει πλήρως τον κίνδυνο, «ποιος είσαι;», του λέει άγρια, κατάλαβε όμως πως ο επισκέπτης δεν καταλάβαινε τι του έλεγε. «Τα χέρια ψηλά, πάνω στο κεφάλι σου», του φώναξε, άγρια πάντα. Ο ξένος έβαλε τα χέρια στο κεφάλι, πιο πολύ από τη χειρονομία που του έκανε ο Γιώργης, παρά γιατί κατάλαβε τι του είπε. «Γονάτισε κάτω», του ξαναφώναξε ο Γιώργης και του έδειξε με κίνηση του σώματος να καταλάβει, αφού ήταν φανερό πως ο ξένος δεν καταλάβαινε τη γλώσσα του Γιώργη. Υπάκουσε ο μουσαφίρης, ενώ τα μάτια του είχαν ζωγραφισμένο έναν φανερό τρόμο και κοίταζε τον Γιώργη σαν αγρίμι πιασμένο σε παγίδα. Ο Γιώργης σκεφτόταν γρήγορα τι να κάνει. Η σκέψη να τον πυροβολήσει, που του πέρασε από το μυαλό, εγκαταλείφθηκε γρήγορα. Άλλωστε, μετά το πρώτο ξάφνιασμα και την επιτυχημένη αντίδραση του Γιώργη, ο ξένος δε μπορούσε να θεωρείται σοβαρή απειλή. Τι να έκανε, λοιπόν; Να ειδοποιήσει το 100, είχε μαζί του το κινητό, αυτό το νέο φρούτο που έχουν πια όλο και περισσότεροι στην τσέπη. Ναι, θα ειδοποιήσει την αστυνομία, πιο μπροστά όμως να τον δέσει. Αφού έκανε μια απειλητική χειρονομία προς τον επισκέπτη, «κάτσε ’κει, μην κουνηθείς!», του λέει με την ίδια απειλητική φωνή, την απειλή της οποίας καταλάβαινε πολύ καλά ο ξένος και λούφαξε περισσότερο. Ο Γιώργης πήγε στο καλύβι, κρατώντας πάντα το όπλο του, πήρε ένα σχοινί που είχε κρεμασμένο σ’ ένα χοντρό καρφί και γύρισε κοντά του. Τράβηξε τα χέρια του πίσω από την πλάτη, ο ξένος δεν έφερε αντίρρηση, τον έδεσε γερά, και γύρισε πάλι μπροστά του, με το όπλο πάντα στο χέρι. Η εικόνα του ξένου ήταν αξιολύπητη, το πρόσεξε ο Γιώργης, ήταν δεμένος γερά, γονατιστός, τα χέρια πίσω, τα μαλλιά του ανάκατα, άπλυτος και άλουστος, ένα ρεμάλι. Πήγε να τον λυπηθεί, όμως έδιωξε το αίσθημα της λύπης, μήπως πριν λίγο δεν τον πλησίαζε κρυφά με το μαχαίρι, με το σουγιά τέλος πάντων, στο χέρι; Έβγαλε λοιπόν το κινητό και προσπάθησε να πάρει την αστυνομία. Σχημάτισε το 100 και πάτησε κλήση. Άκουσε ένα βουητό και μια φωνή να του λέει πως «αυτός ο αριθμός δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή». Μα τι λές κυρά μου, το 100 δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή;
Τότε πρόσεξε τα μάτια του γονατιστού ξένου. Ήταν γεμάτα τρόμο. Είδε που προσπαθούσε κάτι να πει. «Νο πολίς, νο τελεφόν. Πλιζ!». Τον κοίταξε. «Α, κατάλαβες, λες και «πλιζ». Κατάλαβα, είσαι και παράνομος. Άλλωστε, τι να είσαι, κακομοίρη. Ποιος ξέρει τι κατσαπλιάς είσαι». Τώρα τον πρόσεξε περισσότερο. Όχι μόνο τα μάτια του ήταν κόκκινα και βουρκωμένα, ολόκληρο το πρόσωπό του ήταν αναμμένο. «Πρέπει να ’ναι άρρωστος ο κακομοίρης», σκέφτηκε. «Τι έχεις μωρέ; Είσαι άρρωστος;». Δε φάνηκε να κατάλαβε την ερώτηση. Έπιασε το κεφάλι του ο Γιώργης, το κούτελό του, και του λέει: «Έχεις πυρετό, μωρέ;». Ο ξένος σα να κατάλαβε τώρα. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι, ενώ ταλαντευόταν αργά, δεξιά αριστερά, φαινόταν πως δε μπορούσε να κρατηθεί άλλο γονατιστός, πρέπει και να τον πλήγωναν τα πετραδάκια στο χώμα. Άρχισε να τον λυπάται ο Γιώργης. Άφησε το όπλο δίπλα του και τον πλησίασε. Ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπο του ξένου. Τρόμαξε, νόμισε πως θα του κάψει το χέρι! Κυριολεκτικά έκαιγε το κεφάλι του. «Κάτσε κάτω, ρε», του λέει και τον σπρώχνει ελαφρά. Έγειρε ο ξένος, πήγε να καθίσει, με τα χέρια πίσω δεμένα δε μπορούσε να κρατηθεί, έπεσε στο πλάι. Τον λυπήθηκε πιο πολύ ο Γιώργης. Χωρίς δισταγμό σκύβει και του λύνει τα χέρια. «Κάτσε!», του λέει. Ο ξένος, πιο πολύ από τη χειρονομία παρά από τα λόγια του Γιώργη, κάθισε κάτω με κάποια ανακούφιση. Ο Γιώργης τον κοίταξε σκεπτικός. Είχε πάψει να τον βλέπει σαν κίνδυνο, ήταν φανερά αξιολύπητος. «Ρε συ, Αλβανός; Αλμπάνια;». Ο ξένος κατάλαβε. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Αλμπάνια, ε; Είστε εγκληματίες, ρε;» του λέει, χωρίς ο ξένος να δείχνει πως κατάλαβε. Ξαναπρόσεξε το χάλι του Αλβανού. Εκτός από τον πυρετό, πρέπει να ήταν και φοβερά πεινασμένος. Ένα πεινασμένο αγρίμι τού φαινόταν. «Πεινάς, ρε;» του λέει, δείχνοντας με χειρονομία προς το στόμα. Ο ξένος κούνησε καταφατικά το κεφάλι δυο φορές. Πρέπει να είχε να φάει ίσως και μέρες.
Ο τραχύς άνθρωπος, ο Γιώργης, άλλαξε γρήγορα αισθήματα. Ένιωσε πως απέναντί του ήταν ένα ανθρώπινο πλάσμα, που είχε γίνει αγρίμι από την πείνα και την εξαθλίωση. «Σήκω πάνω, ρε. Έλα εδώ», του λέει. Ο ξένος κατάλαβε από τη χειρονομία. Δίστασε, αλλά σηκώθηκε. Τον πήγε ως το καλύβι. Έξω είχε ένα πρόχειρο τραπέζι, κάτω από ένα σκεπαστό με κλαδιά. «Κάτσε», του λέει. Ο Αλβανός κάθισε. Ο Γιώργης άνοιξε ένα ταγάρι που είχε μέσα στο καλύβι. Ήταν ένα πρόχειρο μεσημεριανό του. Τυρί, ελιές, δυο ντομάτες, ψωμί. Ο ίδιος δεν είχε φάει, δεν είχε όρεξη σήμερα. Άπλωσε τα μισά μπροστά στον ξένο. «Φάε, ρε», του λέει. Ο Αλβανός, μετά από κάποιο δισταγμό, πήρε να τρώει με βουλιμία. Τα έφαγε γρήγορα. Ο Γιώργης του έδωσε ακόμα τα μισά απ’ όσα είχε κρατήσει για τον εαυτό του. Παράλληλα τον κοίταζε συνέχεια. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Ήταν εχτρός, ήταν αντίπαλος; Ή ήταν ένας εξαθλιωμένος φουκαράς που, όπως ήταν οι περιστάσεις, είχε μετατραπεί σε αγρίμι; «Ρε, πώς σε λένε;», τον ρωτά. Ο Αλβανός δε φάνηκε να κατάλαβε. Του ξαναλέει: «Εγώ, Γιώργης. Εσύ;». Φάνηκε να κατάλαβε τώρα ο Αλβανός: « Χασάν», απαντά. Άκου όνομα, σκέφτηκε ο Γιώργης, τούρκικο. Είχε πάντα μια έμφυτη απέχθεια σε κάθε τι που του θύμιζε την Τουρκία. Από πού το είχε αυτό, από το σχολείο, από τον πατέρα του, δεν το ’χε σκεφτεί ποτέ. Τέλος πάντων. Θέλησε να μάθει πιο πολλά για τον μουσαφίρη του. «Μένεις κάπου, ρε Χασάν;», του λέει. Κατάλαβε πως ο Χασάν δεν καταλάβαινε τι τον ρώτησε. «Πού;» του ξαναλέει και του δείχνει μια χειρονομία σχετική με τον ύπνο. Ο Χασάν κατάλαβε και κούνησε το κεφάλι με μια κίνηση που έλεγε πως πουθενά δεν μένει, δεν έχει κατάλυμα. «Ρούχα, πράγματα έχεις», ξαναρώτησε ο Γιώργης, κάνοντας την ανάλογη χειρονομία. Κατάλαβε ο Χασάν και έδειξε πίσω από το καλύβι. Δοκίμασε να πάει προς τα κει, αλλά σταμάτησε. Έπρεπε να του επιτρέψει ο Γιώργης. Ο Γιώργης του έκανε νόημα: να πάει. Σηκώθηκε ο Χασάν, πήγε πίσω από το καλύβι και έφερε έναν μισοξεσκισμένο σάκο. Είχε κάποια ρούχα μέσα.
Ο Γιώργης ήταν τώρα πολύ προβληματισμένος. Τι να κάνει με αυτό τον ανέλπιστο μουσαφίρη; Ξανασκέφτηκε την αστυνομία, αλλά δεν προχώρησε τη σκέψη. Ένας φουκαράς ήταν. Πεινασμένο και άρρωστο αγρίμι. Ας τον διώξει, σκέφτηκε, κι ας πάει όπου θέλει. Ύστερα σκέφτηκε αλλιώτικα. Βρε, ας μείνει απόψε εδώ, στο καλύβι. Προχώρησε ακόμη παραπέρα: Στο ντουλαπάκι στο καλύβι είχε ένα κουτί με ασπιρίνες. Να δώσει δυο στον, πώς τον λένε, στον Χασάν. Τον καίει ο πυρετός. Ποιος ξέρει πώς και πού πέρασε τις νύχτες του. Το σκέφτηκε και το έκανε γρήγορα. Του δίνει δυο ασπιρίνες. Του δίνει και ένα πλαστικό ποτήρι από τα πολλά που είχε στο ντουλάπι. Έξω είχε ένα μικρό βυτίο για καθαρό νερό, στερεωμένο σε μια βάση. Το γέμιζε από τη γεώτρηση.
Ο Χασάν πήρε τις ασπιρίνες. Κατάλαβε όλη τη συμπεριφορά του Γιώργη, έδειχνε βαθιά υποχρεωμένος. Ήπιε τις ασπιρίνες, και τις δυο μαζί, και κοίταζε τον Γιώργη με αμηχανία. Είχε καταλάβει πως ο Γιώργης του έδινε ό,τι είχε ανάγκη για να επιβιώσει αυτή τη στιγμή. Ένιωθε πως ήταν πολύ υποχρεωμένος σ’ αυτόν που πριν λίγες ώρες προσπάθησε να τον χτυπήσει. Δεν ήξερε τι να κάνει να του δείξει την ευγνωμοσύνη του. Τον κοίταξε στα μάτια, έβαλε το χέρι στο μέρος της καρδιάς και έσκυψε το σώμα σε υπόκλιση, λέγοντας κάποια λέξη στη γλώσσα του. Ο Γιώργης κατάλαβε, όχι από τη λέξη, αλλά από τη γλώσσα του σώματος, πως τον ευχαριστούσε. Άλλωστε ο Αλβανός συμπλήρωσε με την αγγλική λέξη «θενξ», που κι αυτή ήταν από τις 20-30 αγγλικές λέξεις που καταλάβαινε ο Γιώργης. «Καλά, καλά», του λέει. «Τι να σε κάνω, μωρέ κακομοίρη, στο χάλι που έχεις. Ποιος ξέρει τι έχεις τραβήξει κι εσύ». Ύστερα του ξαναήλθε η σκέψη. Τι θα γίνει μ’ αυτόν τον Αλβανό; Να τον παραδώσει στην αστυνομία, αυτό το είχε αποκλείσει από ώρα. Ξανασκέφτηκε να τον διώξει, να του πει «φύγε», κι ας πάει όπου θέλει. Όμως, κάτι δεν του πήγαινε. Ήταν, όχι μόνο χωρίς εστία, χωρίς κάπου να μείνει, ήταν χωρίς ρούχα, χωρίς στρωσίδια, χωρίς κάτι να φάει∙ και, το κυριότερο, ήταν άρρωστος, προφανώς από τη διανυκτέρευσή του στο ύπαιθρο, πρέπει να ’ταν πολύ κρυωμένος. Ύστερα ο ήλιος είχε χαμηλώσει αρκετά, σε λίγο θα νύχτωνε.
Τελικά, δεν άργησε να πάρει απόφαση: Θα τον άφηνε να κοιμηθεί στο καλύβι. Δεν τον είχε δει κανείς, μα κι αν τον έβλεπε, ο Γιώργης δεν ήταν από τους ανθρώπους που δίνει λογαριασμό σ’ όποιον να ’ναι. Ύστερα, κι ήταν παράξενο αυτό, κάπου άρχισε να τον συμπαθεί αυτόν τον νεαρό Αλβανό. «Άνθρωπος είναι, μωρέ», είπε μέσα του. «Άνθρωπος και όχι ζωντανό». Αυτό το είπε σχεδόν δυνατά, το άκουσε ο Χασάν, δεν κατάλαβε βέβαια τι είπε και τον κοίταξε με κάποια απορία. «Άσε, τίποτα, τι να καταλάβεις φουκαρά μου», του είπε, κάνοντας μια σχετική, χειρονομία. Τελικά γυρνάει και του λέει, κάνοντας ταυτόχρονα τις απαραίτητες χειρονομίες: «Κοίτα, εσύ –και δείχνει προς το μέρος του- απόψε κοιμηθείς εδώ» και του δείχνει ένα ντιβάνι που είχε στη γωνιά του καλυβιού, για να ξεκουράζεται καμιά φορά. Ταυτόχρονα ανοίγει ένα ντουλάπι και βγάζει δυο κουβέρτες που φύλαγε εκεί. Ξαναλέει στον …φιλοξενούμενό του: «Εδώ κοιμηθείς απόψε. Νάιτ» είπε χαρούμενος που θυμήθηκε μια αγγλική λέξη και την είπε στην ώρα της.
Δεν άργησε να καταλάβει ο Χασάν. Είδε τις κουβέρτες, είδε το κρεβάτι, κατάλαβε. Φαινόταν πολύ χαρούμενος, τα μάτια του έλαμπαν. Όχι πια από τον πυρετό, οι ασπιρίνες τον είχαν διώξει, μα από χαρά. Ξαναέκανε υπόκλιση, πιο βαθιά αυτή τη φορά και, ξαφνικά, όρμησε, πήρε το χέρι του Γιώργη και το φίλησε δυο τρεις φορές. Ο Γιώργης ξαφνιάστηκε, τρόμαξε στην αρχή, για μια στιγμή νόμισε πως ο Αλβανός πήγε να του ριχτεί, ύστερα κατάλαβε. «Καλά, καλά» του λέει λίγο αναστατωμένος, μα τι του συνέβαινε τέλος πάντων, τι κακό τον βρήκε Σαββατιάτικα, παρά λίγο θύμα, παρά λίγο εκτελεστής του νεαρού Αλβανού, και τώρα μόνο που δεν τον αγκάλιαζε ο ξένος. Δεν ήξερε αν ήταν ευχάριστο ή δυσάρεστο το συναίσθημα που ένιωθε, ήταν σε ψυχολογική σύγχυση. Ετοιμάστηκε να φύγει, του έδειξε τη λάμπα και τα σπίρτα, του έδειξε ακόμη το τζάκι με τα λίγα ξύλα που ήταν δίπλα του –αν και ο καιρός ήταν πια ζεστός, δεν είχε χειμωνιάτικο κρύο. Πήρε το όπλο, το μπουφάν και το ταγάρι του και ετοιμάστηκε να φύγει. Τότε κάτι θυμήθηκε και σταμάτησε. Άνοιξε το ταγάρι, πήρε ένα κομμάτι ψωμί που είχε μείνει και το άφησε στο τραπέζι. Πήγε πάλι προς το ντουλάπι, το άνοιξε και πήρε από το βάθος δυο κονσέρβες που είχε εκεί για κάθε περίπτωση. Ήταν δυο κονσέρβες κρέατος, αρκετές να φάει πρόχειρα ένας ή και δυο άνθρωποι. Τα έδειξε στον φίλο; του πια, ο ξένος κατάλαβε και τα μάτια του γέμισαν ευγνωμοσύνη και στεκόταν αμήχανος, αλλά φανερά συγκινημένος. Ο Γιώργης πήγε στο αυτοκίνητο, μπήκε και ξεκίνησε. Καθώς απομακρυνόταν, είδε στον καθρέφτη τον Αλβανό να έχει σηκωμένο το χέρι και να τον χαιρετά.

Στο χωριό που έφτασε σε λίγο δεν είπε τίποτα στο σπίτι του. Ετοιμάστηκε και πήγε στο ραφείο, αν και Σάββατο βράδυ πήγαινε κάθε βραδάκι στο μαγαζί, οι τακτικοί και έκτακτοι επισκέπτες περνούσαν ήδη πάνω κάτω, περίμεναν το Γιώργη ν’ ανοίξει το ραφείο. «Άντε, ρε, τι έπαθες απόψε. Πότε θ’ ανοίξεις;», είπε ο πιο τακτικός «θαμώνας» του ραφείου. Ο Γιώργης τον στραβοκοίταξε, «σιγά, ρε, μη χάσω την πελατεία», είπε και άνοιξε το μαγαζί. Σε λίγο ήρθαν κι άλλοι, δεν είπε τίποτα για το περιστατικό, η συζήτηση πήγε, ως συνήθως στα πολιτικά και στα ποδοσφαιρικά.

Την άλλη μέρα, Κυριακή, ετοιμάστηκε για το κτήμα. Όπως κάθε Κυριακή, όταν δεν είχε πολλή δουλειά, περίμενε να πάρει την κυριακάτικη εφημερίδα του, πάντα και φανατικά την ίδια, και ξεκίνησε. Στο ταγάρι του έβαλε πολύ περισσότερα φαγώσιμα σήμερα, έβαλε και δυο τρεις κονσέρβες παραπάνω, ένα ολόκληρο ψωμί και δυο κουτιά γάλα εβαπορέ. Τα ετοίμασε αυτά κρυφά από τη γυναίκα του, τα πήρε κι έφυγε. Κατεβαίνοντας προς τον ελαιώνα σκεφτόταν τι άραγε έκανε ο νεαρός Αλβανός. Έφυγε μήπως ή ήταν ακόμη στο καλύβι;
Στο καλύβι δεν ήταν ο Αλβανός. Τον φώναξε λίγο: «ε, πού είσαι, ρε;», αλλά δεν πήρε απάντηση. Η πόρτα όμως ήταν ξεκλείδωτη. Μπήκε μέσα. Είδε το κρεβάτι συμμαζεμένο, στο τζάκι έσβηνε σιγά σιγά ένα ξύλο κι ο ξεσκισμένος σάκος τού Χασάν ήταν εκεί. Άρα, ο Αλβανός δεν είχε φύγει. Βγήκε και πάλι έξω και ετοιμάστηκε να τον φωνάξει πιο δυνατά. Τότε άκουσε προς την άκρη του κτήματος έναν θόρυβο σαν τσάπα που δούλευε σε χώμα. Περπάτησε προς τα ’κει και δεν άργησε να δει το νεαρό Αλβανό να σκαλίζει τα δέντρα. Αμέσως είδε πως είχε σκάψει πάνω από πενήντα δέντρα. Είχε ξεκινήσει από το σημείο που είχε φτάσει ο ίδιος χθες και προχώρησε πολύ προς τα κάτω. «Ε, ρε …πώς σε λένε, Χασάαν». Τον άκουσε ο Αλβανός και σταμάτησε. «Έλα δω, ρε». Πήρε την τσάπα ο Αλβανός και περπάτησε ως τον Γιώργη, βλέποντάς τον με κάποιο δισταγμό και αμηχανία. Μήπως θύμωσε ο Γιώργης που δεν τον ρώτησε; Ο Γιώργης έδειχνε πράγματι θυμωμένος. «Καλά, ρε, γιατί δουλεύεις; Αφού είσαι, πώς το λένε…», σταμάτησε, ποια λέξη να βρει να του πει πως είναι άρρωστος. Θυμήθηκε τότε μια λέξη από τα «πέντ’ έξ» γαλλικά που, όπως έλεγε, κατάφερε να μάθει στο γυμνάσιο, «είσαι μαλάντ, ρε». Με έκπληξη είδε πως ο Χασάν είχε καταλάβει τι ήθελε να του πει –βρε τον άτιμο, το κατάλαβε κι αυτό. «Νο», του λέει ο νεαρός και ακουμπά το χέρι στο μέτωπο. «Ασπιρίν».
Τον πήρε ο Γιώργης και πήγαν στο καλύβι. «Θα πιούμε καφέ, ρε Χασάν». Του δίνει έναν έτοιμο καφέ, απ’ αυτούς που κυκλοφορούσαν πολύ και τους έδινε ο κόσμος στους εργάτες. Άνοιξε κι ένα μπουκάλι νερό. Αυτή τη φορά ήπιε κι ίδιος από τον ίδιο καφέ, παρ’ όλο που, όπως είπαμε, δεν τους πήγαινε αυτούς τους καφέδες. Έβγαλε και κάποια γεμιστά μπισκότα που είχε πάρει από το σπίτι. Έκοψε κι ένα κομμάτι κασέρι που είχε φέρει. «Φάε», του λέει.
Ο Χασάν έφτιαξε τον καφέ, τον βοήθησε λίγο ο Γιώργης, φαίνεται δεν ήξερε από τέτοιους καφέδες, έβαλε όλη τη ζάχαρη, «βάλε και γάλα» του λέει ο Γιώργης και του έδωσε γαλατάκι –μερίδα, «βάλε κι άλλο», έβαλε ο νεαρός, έπινε τον καφέ με ευχαρίστηση και τα νόστιμα μπισκότα με δισταγμό. Τον ενθάρρυνε ο Γιώργης, «φάτα, ρε, δικά σου είναι». Έφαγε ο νεαρός, φάνηκε ευχαριστημένος, κι ετοιμάστηκε να πάρει την τσάπα και να φύγει για να συνεχίσει τη δουλειά. Τον σταμάτησε με μια χειρονομία ο Γιώργης. «Άκου», του λέει, θυμώνοντας κι όλα που σκεφτόταν ότι δε θα μπορούσε να του πει εύκολα αυτά που ήθελε. «Άκου. Αν θέλεις δουλέψεις, δούλεψε. Θα παίρνεις ένα πεντοχίλιαρο μεροκάματο. Κατάλαβες:». Ταυτόχρονα βγάζει από την τσέπη ένα πεντοχίλιαρο και του το δίνει». Ο Χασάν έδειξε έκπληξη, χαρά, αλλά δοκίμασε και να αρνηθεί. Με αλβανικά και άλλες λέξεις προσπάθησε να του πει πως ήθελε να δουλέψει για να ξεπληρώσει το Γιώργη για τη φιλοξενία και το φαγητό που του πρόσφερε. Ο Γιώργης κατάλαβε, άλλωστε οι μορφασμοί και η παντομίμα είναι διεθνής κώδικας συνεννόησης. Του λέει, με τρόπο που δε σήκωνε αντίρρηση: «Άκου, όσες μέρες δουλέψεις, θα παίρνεις από πέντε χιλιάρικα», ανοίγοντας τα πέντε δάχτυλα. «Μείνε εδώ για τώρα. Αργότερα φεύγεις, φεύγεις όποτε θέλεις. Κατάλαβες;». Φαίνεται ότι κατάλαβε καλά ο Χασάν. Έδειχνε πολύ χαρούμενος και, πριν προλάβει ο Γιώργης να αντιδράσει, του πήρε πάλι το χέρι και το φίλησε. Ο Γιώργης ενοχλήθηκε μ’ αυτό. «Αυτό, όχι. Να μην το ξανακάνεις. Δε θέλω τέτοια». Κατάλαβε ο Αλβανός και έκανε τη γνωστή χειρονομία τού ευχαριστώ, με το χέρι στην καρδιά και μικρή υπόκλιση. Ύστερα σηκώθηκε απότομα, πήρε την τσάπα κι έφυγε γρήγορα προς τα κάτω. «Ε, μη βιάζεσαι, μην τρέχεις. Χαλαρά». Ο Χασάν σταμάτησε και τον άκουγε, δε φάνηκε να κατάλαβε τι του είπε. «Κάλμα», του φώναξε τότε ο Γιώργης, κάνοντας και μια σχετική χειρονομία. Φάνηκε να κατάλαβε ο Αλβανός κι έφυγε με πιο αργά βήματα τώρα. Σε λίγο πήρε και ο Γιώργης μια άλλη τσάπα και πήγε κοντά στον Αλβανό. Καθάριζε κι αυτός τα χορτάρια, όμως με ρυθμό πολύ πιο αργό από το ρυθμό του Αλβανού.
Άρχισε να σκέφτεται πως, τελικά, ήταν τύχη ο Αλβανός, αφού το κτήμα ήταν μεγάλο και τα χόρτα, ύστερα από τις ανοιξιάτικες βροχές είχαν θεριέψει. Όσο για τον ίδιο, ήταν πολύ δύσκολο να παλέψει τέτοιο κτήμα, άλλωστε πλησίαζε τα εξήντα. Βρήκε, λοιπόν, καλό εργάτη. Έδιωχνε από το μυαλό του τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τον γνώρισε. Τον έβλεπε με την κόχη του ματιού του και σκεφτόταν πως ουσιαστικά ένα νέο παιδί ήταν, ένας νεαρός τέλος πάντων, που σε άλλες συνθήκες θα πήγαινε ακόμη στα σχολεία.
Το μεσημέρι έφαγαν μαζί αυτά που είχε φέρει ο Γιώργης. Το απόγευμα ήπιαν πάλι καφέ, αυτή τη φορά ο Γιώργης έκανε το δικό του, τον μέτριο ελληνικό που έπινε πάντα. Πιο αργά έφυγε, αφού του άφησε το υπόλοιπο ψωμί, ένα κουτί γάλα που είχε πάρει από το σπίτι και διάφορα άλλα ψιλοπράγματα. Γυρνώντας στο σπίτι είπε από μόνος του στη γυναίκα του τι συμβαίνει με τον Αλβανό, μόλις που πρόλαβε πριν τον ρωτήσει η ίδια που είχε προσέξει πως κάμποσα πράγματα έλειπαν από το ψυγείο και από το ντουλάπι των τροφίμων, άλλωστε σχεδόν ποτέ δεν είχε κρυφά απ’ αυτήν. Όταν η κυρά Χριστίνα άκουσε για Αλβανό, και μάλιστα ότι στην αρχή είχε δοκιμάσει να τον χτυπήσει, ανησύχησε. «Βρε Γιώργη, ακούγονται πολλά γι’ αυτούς. Ξέχασες τι έκαναν στον Διαμαντή, δεν έμαθες πόσα σπίτια έχουν ανοίξει; Να πας τώρα κιόλας στην αστυνομία. Το μπελά σου θέλεις;». Ο Γιώργης κατανοούσε τις ανησυχίες της γυναίκας του, όμως, κι αυτός δεν ήξερε γιατί, είχε πια μια εμπιστοσύνη σ’ αυτό το νεαρό, ήταν βέβαιος πως τον είχε κερδίσει με τη συμπεριφορά του. «Γυναίκα, μη φοβάσαι, ξέρω τι κάνω. Ύστερα, ένα ρεμάλι είναι ο φουκαράς∙ άνθρωπος είναι κι αυτός, ρε γυναίκα».
Την άλλη μέρα ο Γιώργης του ψώνισε κανονικά από το σούπερ μάρκετ. Πατάτες, όσπρια, μακαρόνια, κονσέρβες, παξιμάδια, ένα λουκάνικο, λίγες ντομάτες. Πήγε και σ’ ένα μαγαζί με φτηνά ρούχα και του πήρε δυο πανταλόνια, δυο πουκάμισα, δυο αλλαξιές, ένα φτηνό μπουφάν. Πήρε και δυο δικά του πουκάμισα που δεν τα φορούσε πια. Όταν έφτασε στο καλύβι κι έδωσε τα πράγματα στον Αλβανό, αυτός φάνηκε να νιώθει και πάλι μεγάλη χαρά, πήγε και πάλι να του φιλήσει το χέρι, μα ο Γιώργης έγκαιρα το τράβηξε θυμωμένος. Ο Αλβανός του ’δωσε να καταλάβει πως θα του τα ξεπλήρωνε αυτά με δουλειά, όμως ο Γιώργης του έκανε με το δάχτυλο μια αρνητική χειρονομία, λέγοντας ταυτόχρονα το ξενόγλωσσό του: «Νο!».

Πέρασαν έτσι αρκετές μέρες. Στο μαγαζί δεν είπε σε κανένα τίποτα. Ήταν βέβαιος τι θα άκουγε από την παρέα. Μόνο μια μέρα αιφνιδιάστηκε όταν ο Θανάσης του είπε κάποια στιγμή: «Καλά, ρε Γιώργη, έχεις κανέναν στο καλύβι; Προχτές περάσαμε για κυνήγι από κει και είδαμε το τζάκι να καπνίζει. Όχι πολύ, αλλά έβγαινε κάποιος καπνός. Άσε που στην αρχή μας φάνηκε σα ν’ ακούσαμε και κάποιο ραδιοφωνάκι μέσα. Χτυπήσαμε, σε φωνάξαμε –αν και δεν είδαμε αυτοκίνητο-, τίποτα. Και το ραδιοφωνάκι που μας φάνηκε, χάθηκε. Τι, ρε, κρύβεις κανέναν;». Ο Γιώργης, μετά τον πρώτο ξάφνιασμα, του απάντησε: «Τι λες, ρε Θανάση. Χτες βράδυ έβαλα ένα κούτσουρο στο τζάκι και φαίνεται ότι κάπνιζε ως το πρωί. Όσο για το ραδιοφωνάκι –τότε θυμήθηκε ο Γιώργης ότι, πραγματικά, του είχε φέρει προχτές ένα παλιό ραδιοφωνάκι, «καβουρντιστήρι» το έλεγε – φαίνεται ότι παρακούς».
Όμως, δεν ήταν να μείνει κρυφό πως είχε τον Χασάν στο κτήμα. Όλες σχεδόν τις μέρες ήταν μαζί του κι έκαναν διάφορες δουλειές. Ο Αλβανός τα μάθαινε όλα με την πρώτη. Και το μικρό τρακτέρ που είχε ο Γιώργης και όργωνε, και το ράντισμα που έκανε με το ψεκαστικό βενζίνας και το μακρύ λάστιχο των 100 μέτρων, και τις πέτρες που συμμάζευε σε σωρούς και μετά τις έβαζαν στην πλατφόρμα και τις πετούσαν στο ρέμα, το κτήμα ήταν «τζι –τζι», όπως έλεγε και καμάρωνε ο Γιώργης.
Έκλεισε μήνας και ο Αλβανός είχε κάνει κιόλας 18 μεροκάματα, κι ο Γιώργης του έδωσε συνολικά 17 πεντοχίλιαρα –μια μέρα, έπιασε βροχή η αλήθεια-, ο Χασάν με τίποτα δεν έπαιρνε λεφτά γι αυτό το μεροκάματο. Εν τω μεταξύ ο Γιώργης του έμαθε πολλές ελληνικές λέξεις, που ο Αλβανός τις «άρπαζε» κυριολεκτικά στον αέρα. Ο ίδιος δεν ήθελε να μαθαίνει αλβανικά και θύμωνε όταν επιχειρούσε ο Χασάν να του μάθει κάτι. «Δε θέλω, ρε, αλβανικά, κατάλαβες;».
Πάνω που έκλεινε δυο μήνες, ξαφνιάστηκε ο Γιώργης ένα απόγευμα, όταν ο Χασάν του είπε: «Θείο Γκιώργη, να σου πω. Ήρθε σήμερα ένα Αλβανό, που δουλεύει σε έναν άλλο. Περνούσε λέει βόλτα, δεν είχε ντουλειά. Μου είπε αν θέλω να πάω να δουλέψω μαζί τους, είναι μεγκάλη παρέα, θα βγάλουν, λέει, και χαρτιά. Εγκώ δε θέλω να φύγω γιατί είσαι πολύ καλό αφεντικό. Εσύ τι λες;». Ο Γιώργης σκέφτηκε λίγο. Με τον Αλβανό είχε λύσει πολλά από τα προβλήματά του. Όμως δεν είχε δουλειά για κάθε μέρα γι’ αυτόν. «Χασάν», του λέει. «Σου είπα από την αρχή, όποια στιγμή θέλεις, να φύγεις. Δε μπορείς να ζεις μόνος σου εδώ στην ερημιά. Αλλά και όσο θέλεις να μείνεις, μείνε».
Τελικά, ύστερα από δυο μέρες, έφυγε ο Χασάν. Σχεδόν χάθηκε. Πέρασαν κάπου δέκα μήνες και δεν έδωσε σημείο ζωής. Όταν, μια μέρα, εκεί που έπινε και πάλι τον καφέ του στο κτήμα, απόγευμα ήταν, χτύπησε το κινητό του. Όταν είπε «ποιος είναι;», άκουσε μια γνωστή φωνή να του λέει: «Θείο Γκιώργκη, εγκώ είμαι, ο Χασάν. Είχα φύγει σε άλλο μέρος, ξαναγύρισα. Τώρα έχω και κινητό. Θέλω να περάσω μια μέρα να σε δω. Κι εσύ, άμα με θέλεις για ντουλειά, πάρε με στο τελεφόν. Εντάξει;».
Ο Γιώργης χάρηκε. Ο άλλοτε «φιλοξενούμενός» του ακουγόταν ευχαριστημένος. Μακάρι, σκέφτηκε ο Γιώργης. Το είχε συμπαθήσει αυτό το παιδί. Και δεν είχε μετανιώσει που του είχε φερθεί έτσι. Μίλησαν κάμποσες φορές στο τηλέφωνο, ώσπου ένα απόγευμα, εκεί που και πάλι έπινε τον απογευματινό καφέ του στο κτήμα ο Γιώργης, ένας «κατσαπλιάς» πετάχτηκε πίσω από το καλύβι και άπλωσε εναντίον το χέρι, με το μεγάλο δάχτυλο σαν όπλο, φωνάζοντας: «Γκιώργη, ψηλά τα κέρια» -οι Αλβανοί δυσκολεύονται να προφέρουν το χ, το λένε σχεδόν κ. Ήταν ο Χασάν που ήρθε να τον δει και θυμήθηκε την πρώτη τους συνάντηση που θα μπορούσε να έχει τραγικά αποτελέσματα. Ο Γιώργης, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, «βρε τον άτιμο, σαν τσάκαλος κάνει», σηκώθηκε και τον αγκάλιασε. Τον κοίταξε με χαρούμενο βλέμμα. Ήταν αγνώριστος ο Αλβανός. Είχε μεγαλώσει, φαινόταν χορτασμένος και σχετικά καλοντυμένος. «Βρε κατσαπλιά, τι κάνεις; Πού χάθηκες;». Του είπε πολλά ο Χασάν. Είχε καλή παρέα με δικούς του αλλά και με Έλληνες, δούλευε με καλό μεροκάματο, ήταν προσεχτικός, δε χαλούσε τα λεφτά του και σχεδόν πάντα συμπλήρωνε το μεροκάματο με δυο τρεις ώρες δουλειά εδώ κι εκεί. Έκανε τα πάντα. Σκάλιζε, κλάδευε, έχτιζε, με όλα καταπιανόταν, όπως άλλωστε όλοι οι Αλβανοί. Και, ακόμη, διάβαζε! Τα βράδια, πριν κοιμηθεί, διάβαζε αλβανικά και ελληνικά βιβλία. Τα ελληνικά τα έμαθε μόνος του. Είχε πάντα ένα αλβανοελληνικό λεξικό που το συμβουλευόταν, πολύ δύσκολα στην αρχή, εύκολα στη συνέχεια, έμαθε να διαβάζει. Ήθελε, είπε στο Γιώργη, να κάνει μαθήματα με αλληλογραφία με μια πανεπιστημιακή σχολή της Αλβανίας, ήταν ένα πρόγραμμα της χώρας του που κρατούσε σε πνευματική επαφή τους πολλούς διάσπαρτους εκτός Αλβανίας συμπατριώτες του με την πατρίδα τους.
Εντυπωσιάστηκε με όλα αυτά ο Γιώργης. Ήπιαν καφέ, τον ρωτούσε ο Χασάν, πώς πάει το κτήμα, αν ράντισε, τι κάνει με τα χορτάρια, έβλεπε πως είχαν καλούτσικο καρπό, φαινόταν πως χαιρόταν σα να ήταν κάτι δικό του. «Να σβαρνίσω, θείο Γκιώργη:». Και πριν προφτάσει ο Γιώργης να τον σταματήσει, πετάχτηκε όρθιος, ανέβηκε στο τρακτέρ, η δισκοσβάρνα ήταν κοτσαρισμένη, πραγματικά σκεφτόταν ο Γιώργης να σβαρνίσει. Το χορτάρι, μετά τις τελευταίες βροχές φύτρωνε πάλι παντού. Ο Χασάν με μαεστρία και όρεξη, άρχισε να κινείται μέσα στον ελαιώνα, αφήνοντας πίσω του την ωραία εικόνα του κτήματος που δημιουργεί το σβάρνισμα. Τον καμάρωνε και τον χαιρόταν ο Γιώργης. Παλικαράκι με τα όλα του ο Χασάν.
Έδιωξε τη σκέψη που του ερχόταν συχνά στο μυαλό, όταν θυμόταν πως παραλίγο να τον είχε σκοτώσει τότε…

Χάθηκε και πάλι ο Χασάν. Πέρασαν δυο τρία χρόνια. Ώσπου μια μέρα ξαναχτύπησε το κινητό του Γιώργη. Είδε ποιος τον καλούσε και χάρηκε. «Έλα, βρε θηρίο» –δεν ήθελε πια να τον λέει «κατσαπλιά». «Τι κάνεις;». «Θείο Γκιώργκη, γεια σου. Είμαι πολύ χαρούμενο. Παντρεύομαι!». Ξαφνιάστηκε ο Γιώργης. Παντρεύεται; Βρε μπράβο. Μεγάλωσε το θηρίο! –ήταν πια είκοσι χρονώ, σκέφτηκε. «Και πότε την έφερες, βρε Χασάν», εννοώντας πως έφερε κοπελιά από την Αλβανία. «Ντεν την έφερα. Από ντω είναι». Άλλο ξάφνιασμα για τον Γιώργη. Παντρεύεται Ελληνίδα ο Αλβανός;. Μπράβο!». Δεν πρόλαβε να συνέλθει ο Γιώργης, οπότε ακούει άλλο «μπαμ». «Θείο Γιώργη, θέλει να γίνεις κουμπάρο;». Μωρέ, τι είναι αυτά σήμερα, σκέφτηκε ο Γιώργης. Όχι όμως πάνω από λίγα δευτερόλεπτα. Γιατί όχι, σκέφτηκε. «Ναι, ρε. Να γίνω. Γιατί όχι. Να βρεθούμε να τα πούμε».
Την άλλη μέρα, πάλι απογευματάκι, ακούει ένα αγροτικό φορτηγάκι να πλησιάζει στο κτήμα. Οδηγούσε μια κοπελιά και δίπλα καθόταν χαμογελαστός ο Χασάν. «Γιώργκη, ήρθαμε να γκνωρίσεις την κοπελιά μου. Πασκαλιά τη λένε», του λέει μόλις κατέβηκαν από τ’ αμάξι. Τη χαιρέτησε ο Γιώργης. Ήταν μια κοπέλα, ίσως 4-5 χρόνια μεγαλύτερη από τον Χασάν, ωραία και σοβαρή κοπέλα φαινόταν. «Μπράβο, βρε θηρίο. Την κατάφερες την πατριώτισσα. Συγχαρητήρια και στους δυο σας».
Ήταν κόρη του αφεντικού του, του κυρ Θεμιστοκλή, από κοντινό χωριό. Οι δυο νέοι δεν άργησαν να ταιριάξουν συναισθηματικά, δεν άργησε και ο κυρ Θεμιστοκλής να εκτιμήσει την εργατικότητα και την εξυπνάδα αλλά και την τιμιότητα του Χασάν. Στην αρχή, όταν του είπε η Πασχαλιά πως είχε σχέση με τον εργάτη τους και θέλει να τον παντρευτεί, δυσκολεύτηκε ο πατέρας. Τι θα πουν στο χωριό, τους Αλβανούς τους ήθελαν ως εργάτες, όχι δα και γαμπρούς. «Γιατί, ρε πατέρα. Τι θα πει Αλβανός, τι θα πει Έλληνας. Άνθρωπος καλός να είναι. Δε βλέπεις και τις προκοπές άλλων κοριτσιών που παντρεύτηκαν Έλληνες;».
Τέλος πάντων, συμφώνησε και ο κυρ Θεμιστοκλής, αρραβωνιάστηκαν. Τώρα έπρεπε να γίνει ο γάμος, γιατί ξαφνικά η Πασχαλιά κατάλαβε πως …ήταν έγκυος. Έτσι όρισαν το γάμο για μετά από δυο βδομάδες, στο χωριό της κοπελιάς. Με λίγα λόγια, συμφώνησαν για το κουμπαριλίκι, έδωσαν τα χέρια, σχολίασαν λίγο οι φίλοι του Γιώργη στο ραφείο την απόφασή του, χωρίς να νοιάζεται ο Γιώργης για τη γνώμη τους, η γυναίκα του δεν έφερε καμιά αντίρρηση, και να που βρίσκονται τώρα στην εκκλησία του χωριού, στη στέψη. Είχαν έρθει και οι γονείς του …Κώστα (πριν ένα μήνα αποφάσισε να βαφτιστεί χριστιανός, πιο πολύ για τους γονείς της Πασχαλιάς), δυο ταλαιπωρημένοι αλλά αξιοπρεπείς άνθρωποι, ήταν και πολλοί Αλβανοί στην εκκλησία, καμάρωναν που ένας δικός τους έπαιρνε μια Ελληνίδα, έστω και αν ο πατέρας της δεν ήταν κανένας πλούσιος, τέλος πάντων ήταν μια χαρούμενη ώρα, όπως συνήθως είναι ένας γάμος. Ο Γιώργης, μόλις που είχε αλλάξει τα στέφανα, κι έβλεπε χαρούμενος τον παπά και το ζευγάρι να χορεύει το χορό του Ησαΐα, η εγκυμοσύνη της Πασχαλιάς δεν κρυβόταν, σύντομα θα ’χουμε και βαφτίσια, σκέφτηκε, και σκοτείνιασε λίγο το πρόσωπό του, καθώς πέρασε πάλι για λίγο από το νου του η σκέψη πως παραλίγο να του την είχε ανάψει τότε, εκεί στο καλύβι, μπορεί και να ’χαν σκοτωθεί. Όμως έδιωξε ξανά αυτή τη σκέψη από το μυαλό του, όλα ήρθαν καλά τελικά, ξανάφερε το μυαλό και την ψυχή του στη γενική χαρά της ημέρας, στον «κατσαπλιά» που τώρα πια ήταν ο κουμπάρος του, και μάλιστα όχι πια Χασάν, αλλά Κώστας –αν και για τον Γιώργη αυτό δεν είχε καμιά σημασία, μήπως άραγε άλλαξε σε κάτι ο Χασάν μαζί με τ’ όνομά του; Η ζωή έχει χαρούμενες και πικρές στιγμές, σκέφτηκε, που κάποτε είναι τόσο κοντά η μια με την άλλη…

Γ. Ι. Ζωγραφάκης
Πολύγυρος, Μάης 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: